λαγαριζόμενον

λαγαριζόμενον
λαγαρίζομαι
getting a poor living
pres part mp masc acc sg
λαγαρίζομαι
getting a poor living
pres part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαγαρίζομαι — και λαγαρύ ζομαι και λαγυρίζομαι (Α) 1. πιθ. περνώ φτωχικά και στερημένα, μόλις τά καταφέρνω («ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον», Αριστοφ.) 2. πιθ. σκουντώ, σπρώχνω με τον αγκώνα 3. αποξέω, ξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγαρός. Οι τ. λαγαρύζομαι και λαγυρίζομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”